- συγκρίνω
- συγκρίνω, σύγκρινα και συνέκρινα βλ. πίν. 172
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
συγκρίνω — συγκρί̱νω , συγκρίνω bring into combination aor subj act 1st sg συγκρί̱νω , συγκρίνω bring into combination pres subj act 1st sg συγκρί̱νω , συγκρίνω bring into combination pres ind act 1st sg συγκρί̱νω , συγκρίνω bring into combination aor ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκρινῶ — συγκρῐνῶ , συγκρίνω bring into combination aor subj pass 1st sg (attic epic doric) συγκρῐνῶ , συγκρίνω bring into combination fut ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκρίνω — ΝΜΑ [κρίνω] 1. παραβάλλω δύο ή περισσότερα πρόσωπα ή πράγματα εξετάζοντας τις μεταξύ τους ομοιότητες ή διαφορές, αντιπαραθέτω, παραλληλίζω 2. μέσ. συγκρίνομαι παραβάλλω τον εαυτό μου με άλλον, παραβγαίνω («δεν συγκρίνεται» δεν επιδέχεται σύγκριση … Dictionary of Greek
συγκρίνω — σύγκρινα και συνέκρινα, συγκρίθηκα, παραβάλλω κάτι με κάτι άλλο: Αν συγκρίνουμε τους δύο πολιτισμούς, θα διαπιστώσουμε τη μεγάλη ομοιότητά τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συγκεκριμένα — συγκρίνω bring into combination perf part mp neut nom/voc/acc pl συγκεκριμένᾱ , συγκρίνω bring into combination perf part mp fem nom/voc/acc dual συγκεκριμένᾱ , συγκρίνω bring into combination perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκεκριμένον — συγκρίνω bring into combination perf part mp masc acc sg συγκρίνω bring into combination perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκεκριμένων — συγκρίνω bring into combination perf part mp fem gen pl συγκρίνω bring into combination perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκρῖνον — συγκρίνω bring into combination pres part act masc voc sg συγκρίνω bring into combination pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκεκρικέναι — συγκρίνω bring into combination perf inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκεκρικότων — συγκρίνω bring into combination perf part act masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)